Διαθλαστικες ανωμαλιες
Mυωπία
Είναι η οπτική εκείνη κατάσταση κατά την οποία μία παράλληλη δέσμη φωτεινών ακτίνων που πέφτει στο μάτι εστιάζει μπροστά από τον αμφιβληστροειδή με αποτέλεσμα τη δημιουργία ασαφούς εικόνας.
Η μυωπία μπορεί να οφείλεται: σε μεγάλη διαθλαστική δύναμη του κρυσταλλοειδούς φακού του ματιού π.χ. πυρηνική σκλήρυνση σε μεγάλη ηλικία, μεγάλη κυρτότητα του κερατοειδούς ή σε μεγάλο αξονικό μήκος του ματιού.
Επιπλέον, είναι η πιο συχνή διαθλαστική διαταραχή με σημαντική επίδραση στη δημόσια υγεία και οικονομία.
Η μυωπία διακρίνεται σε τρεις τύπους:
α) τη φυσιολογική μυωπία.
β) την παθολογική ή εκφυλιστική μυωπία και
γ) τη φακική μυωπία.
Η εκφυλιστική μυωπία είναι αξονική ενώ η φακική είναι διαθλαστική.
Η φυσιολογική μυωπία διακρίνεται σε διαθλαστική ή αξονική.
Αναπτύσσεται ανάμεσα στα 10-16 έτη ζωής. Η «παθολογική» ή «υψηλού βαθμού μυωπία» που αρχίζει να αναπτύσσεται στην περιγεννητική περίοδο συνοδεύεται από αιφνίδιο διαθλαστικό μυωπικό σφάλμα πριν την ηλικία των 10-12.
Η “juvenile onset” μυωπία ή η μέτρια μυωπία αυξάνεται ανάμεσα στις ηλικίες των 8 και 16 ετών.
Σε πολλές αναπτυγμένες χώρες η παθολογική ή υψηλή μυωπία (διοπτρική ισχύς ³ 5 διοπτρίες) είναι η κύρια αιτία νομικής τύφλωσης.
Ο επιπολασμός της υψηλής μυωπίας διαφέρει από χώρα σε χώρα, πάντως η μυωπία αυτή εκφράζει ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού σε πολλές χώρες,. Στην Ελλάδα πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη στη Βόρειο Ελλάδα κατέγραψε ποσοστό μυωπίας 36,8% για παιδιά 15 έως 18 ετών.
Υψηλή μυωπία και συνοδές αλλοιώσεις του ματιού
Η υψηλή μυωπία, δηλ. η μυωπία ³5 διοπτρίες χαρακτηρίζεταιι από προοδευτική και εκτεταμένη επιμήκυνση του βολβού που μπορεί να συνοδευτεί από εκφυλιστικές αλλοιώσεις του σκληρού, τού χοριοειδούς, της μεμβράνης του Bruch του μελαχρόνου επιθηλίου και νευροεπιθηλίου.
Οι αλλοιώσεις του βυθού που οφείλονται στο οπίσθιο σταφύλωμα περιλαμβάνουν ατροφία του μελαχρόου επιθηλίου και χοριοειδούς, lacker cracks στη μεμβράνη των Bruch, υποαμφισβληστροειδικές αιμορραγίες και νεοαγγείωση του χοριοειδούς (CNV).
Από αυτές τις αλλοιώσεις οι πλέον απειλητικές για την όραση είναι η νεοαγγείωση του χορειοειδούς (αλλοιώσεις CNV).
Οι CNV αλλοιώσεις υπάρχουν σύμφωνα με κλινικές και ιστολογικές μελέτες στο 4-11% του υψηλού μυωπικού πληθυσμού.
Έτσι:
1) Tα μυωπικά μάτια με μυωπία 1-2 διοπτρίες έχουν διπλάσιο κίνδυνο για ανάπτυξη CNV.
2) Τα μυωπικά μάτια με μυωπία 3-4 διοπτρίες έχουν τετραπλάσιο κίνδυνο για ανάπτυξη CNV και
3) Τα μάτια με με μυωπία 5-6 διοπτρίες έχουν εννεαπλάσιο κίνδυνο για ανάπτυξη CNV.
4) O κίνδυνος για αποκόλληση αμφιβληστροειδούς στα μυωπικά μάτια για μυωπία >5 διοπτρίες είναι 3-7 φορές μεγαλύτερος από ότι σε μάτια < 5 διοπτρίες.
Ενώ για μάτια με μυωπία 5-10 διοπτρίες ο κίνδυνος για αποκόλληση είναι 15-35 φορές μεγαλύτερος.
5) Ο κίνδυνος κατά τη διάρκεια της ζωής για αποκόλληση αμφιβληστροειδούς για μυωπίες <3 διοπτρίες είναι 7,6%, ενώ για >5 διοπτρίες είναι 9,3%.
6) Μυωπικά μάτια με δικτυωτή εκφύλιση της ωχράς ( latice degeneration) και >5 διοπτρίες έχουν κίνδυνο αποκόλλησης της τάξης του 35,9%.
7) Γλαύκωμα παρατηρήθηκε στο 3% των μυωπικών ματιών με αξονικό μήκος <26,5mm, στο 11% σε μάτια με αξονικό μήκος 26,5-33,5mm και στο 28% σε μάτια με αξονικό μήκος >33,5 mm.
H ανάπτυξη της μυωπίας και ο ρόλος του περιβάλλοντος.
Σύμφωνα με τελευταίες μελέτες τα παιδιά δεν φαίνεται να γίνονται μυωπικά κληρονομώντας συνήθειες διαβάσματος των γονέων.
Το διάβασμα συνδέεται ασθενώς με τη μυωπία ανεξάρτητα από τον βαθμό μυωπίας των μυωπικών γονέων. Αυτό το εύρημα δείχνει ότι τα παιδιά μπορούν να κληρονομήσουν τη μυωπία σαν λανθάνων χαρακτηριστικό από τους γονείς.
Η μέτρια και σοβαρή μυωπία εξάλλου μπορεί να προκληθεί από τοπικές οπτικές διαταραχές της ανάπτυξης του ματιού. Η ποιότητα της εικόνας φαίνεται ότι προσδιορίζει το εάν θα αυξηθεί ή περιοριστεί η επιμήκυνση του βολβού με την τροποποίηση της εστιακής απόστασης.
Αυτό έχει αποδειχθεί σε πειραματικά μοντέλα σε ζώα (θηλαστικά και αμφίβια)–. Δεν είναι βέβαιο όμως ότι αυτά τα πειραματικά μοντέλα μπορούν να εφαρμοσθούν στη φυσιολογική ανθρώπινη μυωπία. Η έκφραση της νόσου του διαθλαστικού σφάλματος περιλαμβάνει πάνω από ένα γονίδια με ατελή διεισδυτικότητα ή ποικίλη εκφραστικότητα.
Υπερμετρωπία
Είναι εκείνη η διαθλαστική κατάσταση κατά την οποία το είδωλο μιας παράλληλης δέσμης φωτεινών ακτίνων που προσπίπτει στο μάτι παρουσιάζεται πίσω από τον αμφιβληστροειδή πράγμα το οποίο οδηγεί σε ασαφή εικόνα.
Αυτό οφείλεται ή στο ότι: α) η διαθλαστική δύναμη του πρόσθιου ημιμορίου είναι μη επαρκής ή β) ότι ο βολβός είναι πολύ μικρός για τη δεδομένη διαθλαστική δύναμη.
Άρα κύριες αιτίες υπερμετρωπίας είναι α) ο μικρός προσθιοπίσθιος άξονας του ματιού ή β) η μικρή διαθλαστική δύναμη του οπτικού συστήματος, ή γ) ο συνδυασμός των προηγούμενων.
Αν η προσαρμογή δεν καταφέρει να αντισταθμίσει την υπερμετρωπία τότε η όραση γίνεται θολή. Άρα η όραση είναι φυσιολογική όταν το διαθλαστικό σφάλμα εξουδετερώνεται με την προσαρμογή.
Έτσι, λοιπόν, το υπερμετρωπικό μάτι μπορεί με μια αύξηση της διαθλαστικής δύναμης να εξουδετερώσει ένα μέρος ή ολόκληρη την υπερμετρωπία.
Λανθάνουσα υπερμετρωπία είναι αυτή η υπερμετρωπία που το μάτι μπορεί να εξουδετερώσει μόνο του με τον φυσιολογικό τόνο του ακτινωτού μυός. Αυτή η προσαρμογή αποκαλύπτεται με την παράλυση της προσαρμογής, δηλ. την κυκλοπληγία. Το υπόλοιπο ποσό της υπερμετρωπίας λέγεται έκδηλη υπερμετρωπία και διακρίνεται σε αντιρροπούμενη που εξουδετερώνεται με την προσαρμογή και απόλυτη που δεν εξουδετερώνεται από την προσαρμογή.
Κατά την γέννηση υπάρχει ένας μικρός βαθμός υπερμετρωπίας ο οποίος μειώνεται με την ανάπτυξη σημαντικά.
Μια μικρή τάση αύξησης της υπερμετρωπίας υπάρχει στη μεγάλη ηλικία λόγω σκλήρυνσης του φακού. Αν όμως η σκλήρυνση είναι μεγαλύτερη στον πυρήνα του φακού το διαθλαστικό σφάλμα είναι προς την κατεύθυνση της μυωπίας.
Σε μεγαλύτερες ηλικίες υπάρχει προοδευτική μείωση του εύρους προσαρμογής και αύξηση της απόλυτης υπερμετρωπίας σε βάρος της αντιρροπούμενης.
Aστιγματισμός
Η λέξη αστιγματισμός είναι ελληνική ετυμολογικά και αποτελείται από δύο λέξεις, το στερητικό α και τη λέξη στίγμα, δηλ. σημείο.
Αστιγματισμός είναι λοιπόν η διαθλαστική εκείνη διαταραχή κατά την οποία μια παράλληλη δέσμη ακτίνων όταν πέφτει στο μάτι δεν εστιάζει σε ένα σημείο για τον λόγο ότι η διαθλαστική δύναμη του ματιού δεν είναι ίδια σε όλους τους μεσημβρινούς.
Ο αστιγματισμός οφείλεται σε διαταραχές του σχήματος του κερατοειδούς. Κυρίως οφείλεται σε ασφαιρική κερατοειδική πρόσθια επιφάνεια. Σε ένα ποσοστό γύρω στο 70% αυτή η κατάσταση εξουδετερώνεται από την οπίσθια επιφάνεια του κερατοειδούς.
Η καμπυλότητα όμως της οπίσθιας επιφάνειας του κερατοειδούς είναι δύσκολο να μετρηθεί.
Επίσης, μπορεί ο αστιγματισμός να οφείλεται σε μη κερατοειδικούς παράγοντες δηλαδή σε σφάλματα της καμπυλότητας της πρόσθιας και οπίσθιας επιφάνειας του κρυσταλλοειδούς φακού ή μία ανωμαλία στο διαθλαστικό δείκτη του φακού.
Ειδικοί τύποι αστιγματισμού
Ο κερατόκωνος είναι μια διαταραχή κατά την οποία γίνεται προοδευτική λέπτυνση του κερατοειδούς. Παρουσιάζεται ιδιαίτερα αυξημένος αστιγματισμός και μείωση της οπτικής οξύτητας. Αποτελεί μία από τις κυριότερες ενδείξεις μεταμόσχευσης κερατοειδούς στον Δυτικό κόσμο.
Η κληρονομικότητα γίνεται κατά τoν επικρατούντα ή υπολειπόμενο αυτοσωματικό χαρακτήρα.
Μια άλλη ειδική μορφή αστιγματισμού είναι ο επίπεδος κερατοειδής, δηλαδή μια σπάνια κατάσταση κατά την οποία η καμπυλότητα του κερατοειδούς είναι εξαιρετικά επίπεδη.